υπαιθρισμός

υπαιθρισμός
ο, Ν
(καλ. τέχν.) α) πρακτική τής ζωγραφικής στο ύπαιθρο, σε αντιδιαστολή προς τη ζωγραφική τού εργαστηρίου, η οποία έχει ως στόχο να συλλάβει και να αποδώσει την αμεσότητα τού φυσικού τοπίου, όπως το φως, το χρώμα
β) πίνακας, τοπιογραφία που δίνει την έντονη εντύπωση τού ανοιχτού χώρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπαίθριος — α, ο / ὑπαίθριος, ον, ΝΑ, θηλ. και ία, Α [ύπαιθρος] αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. «υπαίθρια ζωγραφική» (καλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”